ἡμιθαλής

ἡμιθαλής
ἡμι-θᾰλής, ές, ([etym.] θάλλω)
A half-green,

στέφανοι AP7.465

(Heraclit.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ημιθαλής — ἡμιθαλής, ές (Α) (για φυτά και κλάδους) αυτός που θάλλει εν μέρει ακόμη, μισοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θαλής (< θάλος, το, «βλαστός»), πρβλ. αει θαλής, ετεροθαλής] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιθαλεῖς — ἡμιθαλής half green masc/fem acc pl ἡμιθαλής half green masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… …   Dictionary of Greek

  • τριθαλής — ές, Α 1. ο πολύ θαλερός, ανθηρότατος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριθαλές το φυτό αείζωο το μικρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θαλής (< θάλος, τὸ, «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ἡμιθαλής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”